- ὑάλων
- ὕαλοςsome kind of crystalline stonemasc/fem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑαλῶν — ὑάλεος of glass fem gen pl (attic epic) ὑάλεος of glass masc/neut gen pl (attic epic) ὑάλη fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβινυλικός — ή, ό, Ν χημ. 1. συνοπτικός χαρακτηρισμός τών πολυμερών παραγώγων τού βινυλίου 2. φρ. α) «πολυβινυλικές ακετάλες» συνοπτική ονομασία μιας οικογένειας μακρομοριακών ενώσεων που παράγονται κατά την επίδραση αλδεϋδών στην πολυβινυλική αλκοόλη και… … Dictionary of Greek